σατραπισμός

σατραπισμός
ο деспотизм, произвол

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σατραπισμός" в других словарях:

  • σατραπισμός — ο, Ν συμπεριφορά ή ενέργεια που αρμόζει σε σατράπη («ο σατραπισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό τού καινούργιου διοικητή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιωάνν. Α. Σούτσο)] …   Dictionary of Greek

  • σατραπισμός — ο δεσποτική και αυθαίρετη συμπεριφορά, αυταρχικότητα: Ο σατραπισμός του προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζαλίκι — το 1. το αξίωμα τού αζά 2. αυταρχική εξουσία, εξουσιαστική διάθεση, σατραπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. azalik] …   Dictionary of Greek

  • κοτζαμπασισμός — και κοτσαμπασισμός και κοτζιαμπασισμός, ο 1. η αυταρχική και δεσποτική συμπεριφορά τών κοτζαμπάσηδων έναντι τών ομοφύλων τους χριστιανών 2. μτφ. δεσποτισμός, σατραπισμός, αυταρχικότητα, αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτζάμπασης. Η λ., στον τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»